- εὐσκίαστος
- εὐσκί-αστος [ῐ], ον,A well-shaded, shadowy, S.OC1707 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευσκίαστος — εὐσκίαστος, ον (Α) [εύσκιος] αυτός που έχει ωραία σκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκιαστός (< σκιάζω)] … Dictionary of Greek
εὐσκίαστον — εὐσκίαστος well shaded masc/fem acc sg εὐσκίαστος well shaded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)